Dictionary of Greek. 2013.
κορμαλάς — και κορμαράς, ο σωματώδης, εύσωμος, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κορμαράς < κορμάρα. Ο τ. κορμαλάς < κορμαράς με ανομοίωση] … Dictionary of Greek